aseveración - ορισμός. Τι είναι το aseveración
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι aseveración - ορισμός


aseverar      
verbo trans.
Afirmar o asegurar lo que se dice.
aseveración      
aseveración f. Acción de aseverar. Aserción. Expresión que contiene una aseveración.
aseverar      
aseverar (del lat. "asseverare")
1 tr. *Decir que ocurre o no ocurre, que existe o no existe, etc., cierta cosa efectivamente (por oposición a expresarla como posible, deseada, etc.). Es lo que se hace con el modo indicativo del verbo.
2 *Afirmar una cosa con certeza. *Asegurar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για aseveración
1. La aseveración no pudo ser confirmada de manera independiente.
2. La exageración de semejante aseveración se fundamenta en una concepción básica y apabullante del rock.
3. "Si ellos son ingenuos y puros yo soy Caperucita Roja", ha ironizado respecto de la aseveración del técnico del Chelsea.
4. Esta aseveración estuvo acompańada con la apuesta por mantener firme la guardia de las fuerzas de seguridad contra los etarras.
5. Corresponsal La reforma del Estatuto de Catalunya fragiliza la identidad espańola". Esta aseveración podría suscribirla cualquier dirigente del PP, e incluso el mismísimo general Mena.
Τι είναι aseverar - ορισμός